- κορτικοτροπίνη ή κορτικοτρόπος ορμόνη
- Ορμόνη που παράγεται στον εμπρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση) και ρυθμίζει τη λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 39 αμινοξέων, που σχηματίζεται από τη διάσπαση ενός μεγαλύτερου πρωτεϊνικού μορίου, από το οποίο προέρχονται και άλλες ορμόνες. Συμβολίζεται με ACTH (φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη) και πρωταρχικός της ρόλος είναι να επάγει την έκκριση κορτικοστεροειδών ορμονών. Σε κανονικές συνθήκες, η συγκέντρωση της κ. στο αίμα είναι χαμηλή, αν και παρατηρούνται διακυμάνσεις της κατά τη διάρκεια της ημέρας· ωστόσο, τα επίπεδά της μπορούν να ανέβουν υπερβολικά σε συνθήκες στρες, προκαλώντας αντίστοιχη αύξηση και στα επίπεδα των κορτικοστεροειδών ορμονών. Η κ. χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Dictionary of Greek. 2013.